ουλάνος

ουλάνος
ο
(παλαιότερα) λογχοφόρος ιππέας στον γερμανικό, αυστριακό, πολωνικό και ρωσικό στρατό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολων, ulan < ταταρ. oğlan «νέος, παληκάρι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”